- σειρά
- η1. ορισμένη διάταξη πραγμάτων ή γεγονότων: Χρονολογική σειρά. – Μας τα διηγήθηκε όλα με τη σειρά. – Μπήκαν όλοι στη σειρά και περίμεναν.2. στίχος, αράδα: Μας έδωσε δέκα σειρές για ορθογραφία.3. σύνολο ομοειδών πραγμάτων: Σειρά βιβλίων. – Μου λείπουν δύο τόμοι από τη σειρά «Φιλοσοφική Βιβλιοθήκη». – Σειρά άρθρων.4. συνοχή, ειρμός: Δεν υπάρχει καμιά σειρά σ' αυτά που γράφει.5. κατάλληλη ώρα: Κάθε πράγμα στη σειρά του.6. κοινωνική τάξη: Πρέπει να παντρευτείς κάποιον της σειράς μας.7. θέση που κατέχει ένας σε κάποια διάταξη ή ακολουθία: Δεν ήρθε ακόμη η σειρά μου να μιλήσω. – Τώρα είναι η σειρά σου να πάρεις άδεια.8. «Βάζω σειρά», τακτοποιώ: Αγωνίζεται να βάλει κάποια σειρά σ' αυτό το σπίτι.9. «Έχω τη σειρά μου», είμαι εύπορος.10. σύνολο αριθμών που ο καθένας απ' αυτούς προκύπτει από άλλον σύμφωνα με ορισμένες αρχές.11. ομάδα οργανικών ενώσεων με τον ίδιο συντακτικό τύπο.12. σχοινιά με τα οποία διπλώνουν τα πανιά του πλοίου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.